Το να αρνηθεί κανείς τις λατινικές , φράγκικες, τούρκικες κ.λπ. λέξεις και ρίζες που αφθονούν στα σύγχρονα ελληνικά, ισοδυναμεί, στο όνομα ενός ηλίθιου εθνικισμού, με το απαρνηθεί είκοσι αιώνες ιστορίας του ελληνικού λαού. Αυτό μπορούν να το επιδιώκουν μόνο άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι θα πει ιστορία – και, ιδιαίτερα, που ποτέ τους δεν κατάλαβαν αυτή την αδιάκοπη αιματηρή συνουσία που είναι, από χιλιάδες χρόνια, η ιστορία του μεσογειακού χώρου μ’ όλους αυτούς τους λαούς που δάνεισαν και δανείστηκαν, έδωσαν και πήραν, έσφαξαν και σφάχτηκαν, βίασαν και βιάστηκαν, αλλά και αλληλοφιλοξενήθηκαν, χορέψανε και γλέντησαν και φάγανε μαζί. Η ελληνική ιστορία είναι και το στάρι απ’ τη Σκυθία, και τα ελληνικά αγγεία στην Άπω Ανατολή, και ο Πλάτωνας στην Αίγυπτο, και ο Αλέξανδρος στη Σαμαρκάνδη, και ο Μόμμιος στην Κόρινθο, και ο Μουχαμέτης στην Πόλη, και οι τυφλωμένοι Βούλγαροι, και η σφαγή της Σμύρνης. Αυτή την ιστορία την απαρνιούνται, στο γλωσσικό πεδίο, οι πουρίστες. Το αστείο είναι ότι αυτό γίνεται στο όνομα της «ελληνικότητας». Αστείο διπλό. Γιατί η «ελληνικότητα»" του Αισχύλου βρίσκεται και στο γεγονός ότι, μέσα στους Πέρσες, δεν υπάρχει ούτε μία λέξη μίσους ή περιφρόνησης ή υποτίμησης απέναντι σ’ αυτό το λαό, με τον οποίο ο ποιητής δεν έχει τίποτα να μοιράσει και που τον παριστάνει σαν θύμα της τρέλας, της ύβρης του δεσπότη του Ξέρξη. Κι’ όταν η Άτοσσα ρωτάει να μάθει ποιοι είναι τέλος πάντων οι Έλληνες, ο ποιητής, με τη βαθύτητα της σοφίας του, κάνει να διατυπώνει την ερώτησή της μέσα στο σύνολο αναφοράς του ασιατικού δεσποτισμού: Ποιοι είναι οι Έλληνες = Σε ποιόν δεσπότη ανήκουν˙ και δεν δίνει την απάντηση περιγράφοντας τους ιδιαίτερους θεούς των Ελλήνων, τα έθιμά τους ή καν και τον τόπο τους, αλλά τους ορίζει με τούτο και μόνο τούτο: οι Έλληνες είναι αυτοί που
Η «ελληνικότητα» του Ηρόδοτου βρίσκεται στη συμπάθεια, στο σεβασμό, στο θαυμασμό που δείχνει για τους ξένους λαούς που περιγράφει, στην αντικειμενικότητά του απέναντι στα πιο «εξωφρενικά», «τερατώδη», «ιδιόρρυθμα» έθιμά τους. Δεν φοβάται ο Ηρόδοτος να πει κατηγορηματικά ότι «όλα τα ονόματα των θεών τα πήραμε απ’ τους βαρβάρους», εννοώντας όπως φαίνεται αμέσως απ’ τη συνέχεια του κειμένου: όλα τα ονόματα των θεών και τους θεούς τους ίδιους τους πήραμε απ’ τους βαρβάρους (το αν κάνει λάθος από φιλολογική και ιστορική άποψη, είναι άλλο θέμα). Γιατί δεν φοβάται; Γιατί δεν έχει καμιά αμφιβολία για την «ταυτότητά» του την ελληνική.
Από τη «Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» Κορνήλιου Καστοριάδη, σελ. 523