Πώς ζούμε σήμερα; Πώς ζούμε εδώ και μερικές δεκαετίες;
Ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά.
Ι. Η παγκοσμιοποιημένη Αγορά. Η παγκοσμιοποιημένη Αγορά καθορίζει την παραμικρή επιλογή του σύγχρονου πολίτη· η διεθνής αγορά, η αγορά των συγχωνευμένων υπερεταιριών και ομίλων, η χρηματιστηριακή αγορά. Από την τροφή ως την εκπαίδευση κι από το περιβάλλον έως την διασκέδαση. Όποια μορφή ανθρώπινης δραστηριότητας δεν έχει αφετηρία και τέλος αυτή την υπερσυγκεντρωτική αγορά καταδικάζεται σε ιστορικό θάνατο.
ΙΙ. Η άυλη ζωή. Στον κόσμο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς τα πάντα μεταμφιέζονται ταχύτατα σε οικονομικό μέγεθος, σε μετρήσιμο προϊόν, σε ανταλλακτική αξία. Στοιχειώδεις ανθρωπιστικές αξίες και δικαιώματα του πολίτη, καταγράφονται μόνον ως ψηφία στους οικονομικούς και στατιστικούς πίνακες. Με τη σειρά τους αυτά ενσωματώνονται στον αναπτυξιακό δείκτη των κυβερνήσεων, των κρατών, των οργανισμών και αποκτούν βαθμιαία άυλη υπόσταση. Έτσι μεταμορφωμένα παρακάμπτουν τον λαϊκό έλεγχο, «ξεφεύγουν» από τις μαζικές διεκδικήσεις, αποσυνδέονται από τις ιστορικά κατοχυρωμένες κοινωνικές ανάγκες.
ΙΙΙ. Η εικονική πραγματικότητα. Όταν οι πραγματικές ανάγκες μεταμφιέζονται στην άυλη διάστασή τους, τότε η κριτική, η παρέμβαση, η συμμετοχή, η σύγκρουση, ο ανταγωνισμός, η αλήθεια, το ψέμα, το ηθικό, το ανήθικο, το νόμιμο, το παράνομο, ελαχιστοποιούνται στην εικονική τους εκδοχή: εφόσον δίκαιο είναι αποκλειστικά το δίκαιο της τηλεόρασης ή της όποιας μεντιατικής εικόνας, το θεσμικό δίκαιο, σε όποια εκδοχή του άσπρη, μαύρη, ή γκρι, συρρικνώνεται απελπιστικά: υποβιβάζεται σε είδηση, σε εφήμερη γραφή και αναλώσιμο λόγο, σε κάτι ολότελα αλλότριο από τη θεμελιώδη κοινωνική ανάγκη που το γέννησε.
ΙV. Η πολιτιστική «εξίσωση» (american dream). Σ’ αυτή την εικονική πραγματικότητα το μέσο είναι περισσότερο από ποτέ το μήνυμα: το 90% των εικόνων που κυριαρχεί στον πλανήτη (made in U.S.A.) κυβερνά ανεξέλεγκτα τον πλανήτη. Η γλώσσα με τη μεγαλύτερη διάδοση στον πλανήτη (made in U.S.A.) κυβερνά ανεξέλεγκτα τον πλανήτη. Ιστορικές κουλτούρες και κοινωνικές συμπεριφορές ισοπεδώνονται καθημερινά η μία μετά την άλλη. Πεθαίνουν χωρίς οι χρήστες τους να το συνειδητοποιούν. Η πολιτισμική διαφορετικότητα δεν απασχολεί κανέναν. Πολίτες, ή προλετάριοι ή καταναλωτές όλου του κόσμου, παραμένουμε όλοι απελπιστικά ίσοι, δούλοι υπό την κυριαρχία της μίας εικόνας, της μίας γλώσσας και του ενός εικονικού / αγοραίου πολιτισμού.
V. Το όπιο του λαού. Δεν είναι πια η θρησκεία. Το πραγματικό όπιο, η πραγματική θρησκεία είναι, εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια, το κέρδος που παράγεται (εύκολα, γρήγορα, ανέξοδα, ανήθικα) έξω από την πραγματική οικονομία. Όλο και μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού κερδίζουν πια τη ζωή τους μέσα από πρακτικές που στο παρελθόν θα φαίνονταν απλά εγκληματικές, ανήθικες, εκβιαστικές, ληστρικές, βάρβαρες, κλπ. Και παράλληλα, όλο και πιο μεγάλες ομάδες πληθυσμού έχουν προετοιμαστεί ψυχικά και ηθικά για να (ξε)πουλήσουν τα πάντα: το σώμα τους, το περιβάλλον, τη χώρα, την πολιτιστική κληρονομιά, την ηθική, την αισθητική, τις αξίες, την κόρη τους, τη γνώση, και πριν απ’ όλα, τις ελπίδες για έναν ανθρωπινότερο κόσμο.
Γι’ αυτό και:
Ποτέ πριν στην Ιστορία η ανοχή μεγάλων ομάδων του πληθυσμού στην πολιτική διαφθορά δεν είχε συντηρήσει τόσο εύκολα την πολιτική διαφθορά.
Γι’ αυτό και:
Ποτέ πριν το μυθοποιημένο american dream, δεν είχε κατακτήσει σε τέτοια οικουμενική έκταση τη μορφή πανανθρώπινης αξίας – όσο τις δύο τρεις τελευταίες δεκαετίες, μέσα από την εκφυλισμένη, μεταμοντέρνα εκδοχή του της politically correct συναίνεσης.
Γι’ αυτό και:
Ποτέ πριν η συνείδηση του πολίτη δεν είχε βιώσει τόση μοναξιά απέναντι στην αγριότητα του χρηματιστηριακού / τραπεζικού κέρδους. Δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω να διεκδικήσει, να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων μαζί σου εναντίον αυτής της αγριότητας. Επειδή κανένα κοινωνικό όραμα, καμία οικουμενική πίστη, καμία κοινωνική προσδοκία δεν σε οπλίζει πειστικά εναντίον του οικουμενικού εχθρού. Που και που ενώνεις τη φωνή σου με τις σποραδικές φωνές ευκαιριακών αγανακτισμένων που γρήγορα πνίγονται στην καταβόθρα του μεντιατικού θεάματος. Αλλά ξέρεις: Φωνή βοώντων.
Οπότε:
Ό,τι κι αν κάνω σήμερα, γνωρίζω πως αυτό: (σύμφωνα με το δεδομένο Ι) πρέπει οπωσδήποτε να είναι «ανταγωνιστικό» στην Αγορά· δεν μπορώ να κάνω πλέον κάτι επειδή με σπρώχνει μια απλή επιθυμία, μια ισχυρή πεποίθηση, μια δυνατή αγάπη, μια συγκλονιστική πίστη – ούτε καν από βιολογική ανάγκη, από απλή ανάγκη για γνώση, αλληλεγγύη, συγκίνηση, απόλαυση, ομορφιά. Αν κάνω κάτι επειδή θέλω να ικανοποιήσω κάποια από τις προηγούμενες ανάγκες, τότε: (σύμφωνα με το ΙΙ) η δραστηριότητά μου δεν θα μπορεί να μετρηθεί, να καταχωρηθεί, να εξυπηρετήσει, να «χρηματοδοτηθεί», να υπάρξει.
Αν τυχόν θελήσω να διαμαρτυρηθώ, τότε (σύμφωνα με το ΙΙΙ) θα γελοιοποιηθώ ή θα εξοντωθώ τάχιστα ως μεντιατικό θέαμα· αντιθέτως, αν θελήσω να παίξω με τους διεθνείς κανόνες του παγκοσμιοποιημένου παιχνιδιού τότε (σύμφωνα με το ΙV) θα ηττηθώ κατά κράτος από τον βομβαρδισμό του 90% της μιας εικόνας και γλώσσας. Κι ωστόσο, για να ζήσω κάπως, οφείλω να δεχθώ τον ύψιστο ρυθμιστικό κανόνα (τον V) συν τα άλλα δεδομένα της δουλείας – άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Συναινώ, άρα υπάρχω.
Τελικά (1):
Ιδού γιατί αυτά τα μυριοσυζητημένα δεδομένα της οικουμενικής ζωής δεσμεύουν τις καθημερινές μου αποφάσεις. Δεν μπορώ να τα αγνοήσω. Δεν μπορώ να υποκριθώ ότι είμαι απλώς απαισιόδοξος. Δεν μπορώ να επαναλάβω ότι τα ξέρω ως πασίγνωστα και άρα να επιστρέψω ήσυχος στις βιοτικές μου έγνοιες…
Υπάρχει άραγε μια πολιτική που βλέπει τον τόπο με τα μάτια αυτών των οικουμενικών δεδομένων; υπάρχει μια πολιτική που μετατρέπει αυτά τα δεδομένα σε στρατηγική της, σε μορφές αυξημένης επαγρύπνησης και διεκδίκησης; Υπάρχει μια πολιτική που μπορεί να ιδεί πιο πέρα από τα μικροπολιτικά συμπλέγματά της; Αν δεν υπάρχει αυτή η πολιτική, τότε δεν υπάρχει καμμία άλλη που να μπορεί να ονομαστεί αριστερή, ριζοσπαστική πολιτική.
Την εποχή της άγριας κερδοθηρίας, το να διεκδικείς περισσότερο χρήμα για συνταξιούχους που παίζουν τη σύνταξή τους στο χρηματιστήριο, περισσότερο χρήμα για αγρότες που ξεπουλάνε ασυνείδητα τα πάντα, περισσότερο χρήμα για εργαζόμενους που μαραίνουν τη ζωή τους σε σαράντα διαφορετικές δουλειές για να βάλουν πλακάκια «πολυτελείας» στο μπάνιο, περισσότερο χρήμα για ανθρώπους που πληρώνουν απίθανους λογαριασμούς στα κινητά, στη μόδα και στα μπουζούκια, είναι καθαρή απάτη.
Ευλογείς με τον παρωχημένο αντίλογό σου τη μικρή θεσούλα που σου εξασφάλισε η χρηματισμένη εποχή στο περιθώριο των εξελίξεων.
Η αριστερά σήμερα δεν έχει άλλη επιλογή: ή θα αρθεί στο ύψος αυτών των ασφυκτικών δεδομένων, συσπειρώνοντας τους πολίτες στην οικουμενική ουσία των πραγμάτων, ή θα καταποντιστεί στους μικρολογαριασμούς των συντεχνιών και στην ιστορική της αυταρέσκεια.Τελικά (2):
Ιδού για ποιον λόγο κανείς και πουθενά δεν βλέπει σήμερα διέξοδο, πραγματική διέξοδο, από την κρίση. Ιδού γιατί η κρίση δεν είναι οικονομική αλλά κοινωνική, και δεν είναι ελληνική, αλλά οικουμενική. Ιδού γιατί όλοι αισθανόμαστε σήμερα αμήχανοι, απροστάτευτοι, ευνουχισμένοι, ανάπηροι, τραυματισμένοι, θλιμένοι. Και γιατί όλοι μαζί αισθανόμαστε απελπιστικά μόνοι.
Ιδού γιατί κάποιος κόσμος αρχίζει σιγά σιγά να ψελλίζει, όπου μπορεί, όπως μπορεί: Είμαστε όλοι Έλληνες. Αναζητούμε όλοι, παντού στον πλανήτη, μια νέου τύπου Αλληλεγγύη, μια νέα Solidarność που θα μας επιτρέψει να πολεμήσουμε μέχρις εσχάτων, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι να αλλάξουν αυτά τα απάνθρωπα δεδομένα της ζωής μας.-
Σε μια πρώτη εκδοχή, αλλά με τα ίδια ΑΚΡΙΒΩΣ δεδομένα, το παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Αυγή το 2001 και στη συνέχεια ενσωματώθηκε με κάποιες μικροαλλαγές στην επιστολική νουβέλα Τα δεδομένα της ζωής μας (Μάρτιος 2002). Δώδεκα χρόνια μετά ξαναδιαβάζοντάς το προσπαθώ να δω τι άλλαξε από τότε.Τώρα που το διάβασε και ο αναγνώστης καταλαβαίνει τι άλλαξε. Όλα σήμερα είναι πιο φανερά. Όλα σήμερα είναι πιο διεφθαρμένα στην κοινωνική ζωή. Η αγριότητα του χρηματιστηριακού κεφαλαίου έχει ξεπεράσει κάθε φαντασία.
Ο εκφασισμός της ζωής, φυσιολογικό επακόλουθο αυτών των δεδομένων, τώρα απασχολεί τους πάντες. Θυμάμαι ότι όταν εκδόθηκαν Τα δεδομένα της ζωής μερικοί κριτικοί ενοχλήθηκαν που έκανα τόσο εμφανή λόγο για πολιτική. Επειδή τότε κανείς δεν ήθελε να ακούει για πολιτική.
Μιλούσες για πολιτική πριν δέκα χρόνια και οι περισσότεροι σε κοιτούσαν ως εξωτικό ζώο. Επειδή κανείς δεν ήθελε να χάσει τη γλυκειά ψευδαίσθηση που του παρείχε η γκλαμουριά της τηλεόρασης και της κουλτούρας τύπου ΚΛΙΚ, και της ψευδοπολιτικής, και των Ολυμπιακών κ.λπ. κ.λπ. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική επειδή η πολιτική είχε αναλάβει με λευκή επιταγή να διαχειρίζεται τα πράγματα γι' αυτούς, όπως παλιότερα η 17η Νοέμβρη.
Αυτοί, οι βολεμένοι πολίτες, κάθονταν πάντα στον καναπέ και η εκδίκηση χτυπούσε γι' αυτούς τον επιθυμητό στόχο. Όπως τώρα, οι (ξε)βολεμένοι πολίτες κάθονται αναπαυτικά στον τηλεοπτικό τους καναπέ και οι ναζιστές αναλαμβάνουν πάλι να χτυπήσουν γι' αυτούς τον επιθυμητό στόχο…
Ίσως λοιπόν η πιο σημαντική διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα να είναι ότι τώρα όλοι σιγά σιγά εμπλέκονται ξανά με την πολιτική, ξανασκέφτονται πολιτικά, καταλαβαίνουν ότι πρέπει να σκεφτούν, κι αυτό συμβαίνει επειδή για πρώτη φορά στη βολεμένη τους ζωή αισθάνονται ότι πρέπει οι ίδιοι να κάνουν κάτι. Το κυριότερο: για πρώτη φορά στη ζωή τους πρέπει να σκεφτούν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Μάλλον εδώ υπάρχει μια ελπίδα, η τελευταία ελπίδα εμπρός σ' αυτή την κρίση. Σ' έναν κόσμο που καλόμαθε να μην σκέφτεται για τον διπλανό του, σ' έναν κόσμο που ξέμαθε να διαβάζει, που ξέμαθε να συζητάει με επιχειρήματα, που ξέμαθε να ακούει τον άλλον, σ' έναν κόσμο που ξέμαθε να σκέφτεται για τον εαυτό του, σ' έναν κόσμο που συνήθισε να κρίνει τη ζωή με μοναδικό κριτήριο το κέρδος, το γρήγορο, εύκολο, κομπιναδόρικο κέρδος, σ' έναν κόσμο που δεν ήθελε να αντικρύζει την ανθρώπινη δυστυχία και που εκτόνωνε τις ενοχές του με τηλεμαραθωνίους για παιδάκια και τσουνάμια, σ' έναν κόσμο απαίδευτο, απελέκητο, απελπιστικά βολεμένο στη μικρότερη ή μεγαλύτερη εξάρτησή του από το Δημόσιο, σ' έναν κόσμο απερίσκεπτο στην κυριολεξία όταν έκλεινε δάνεια κι όταν πλήρωνε με πλαστικό χρήμα, σ' έναν τέτοιον αμόρφωτο, αγράμματο, νηπιώδη ως προς την κριτική σκέψη κόσμο, τώρα επιβάλλεται, ως τιμωρία σε αυτή την κοινωνική ύβρη, η ανάγκη να σκεφτεί, να ξανασκεφτεί, να τοποθετηθεί με κάποια μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στα υπαρκτά προβλήματα της ζωής.
Προβλήματα που δεν έχουν να κάνουν με το δεύτερο αυτοκίνητο και το εξοχικό και το ακριβό σχολείο και τα ακριβά ρούχα και όλον αυτόν τον φτηνό καταναλωτισμό για τον οποίο δεν χρέωσε μόνο τις κάρτες του αλλά την ίδια του τη ζωή, προβλήματα που έχουν να κάνουν με το ποιος είναι και πού πάει.
Και μόνον αν τα αντικρύσει κατάματα αυτά τα προβλήματα ο πρώην βολεμένος πολίτης αυτής της χώρας, μόνον τότε θα φοβηθεί ίσως, θα τρομάξει πιθανότατα, θα στερηθεί πολλά οπωσδήποτε, θα αντιμετωπίσει τη βία επίσης, αλλά θα μπορέσει επιτέλους να ανδρωθεί.
Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει: θα καταλάβει την απλή αλήθεια που λέει ότι δεν ζεις μόνος σου σ' αυτή τη χώρα, βολεμένος στα τετραγωνικά σου και στις «οικονομίες» σου, ότι ζεις ως κοινωνικό ζώο, είτε σου αρέσει είτε όχι, ότι άρα οφείλεις να είσαι ανεκτικός στο διαφορετικό, είτε σου αρέσει είτε όχι, κι ακόμα ότι οφείλεις να είσαι αλληλέγγυος με τους πολλούς που έχουν ανάλογα προβλήματα με σένα.
Μόνο σου τίποτε δεν κάνεις σ' αυτή τη ζωή. Και μόνος σου ποτέ δεν είσαι. Αυτό είναι το κέρδος, αυτό το τίμημα κι αυτή η μόνη υπαρκτή διέξοδος από την ανθρωπιστική (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) κρίση που ζούμε σήμερα.-
H μόνη υπαρκτή διέξοδος, του Άρη Μαραγκόπουλου